- αποδισκεύω
- ἀποδισκεύω (Μ)ρίχνω κάτι σαν να είναι δίσκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδισκευθείς — ἀποδισκεύω throw like a discus aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδισκευθῆναι — ἀποδισκεύω throw like a discus aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδισκεύειν — ἀποδισκεύω throw like a discus pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδισκεύεσθαι — ἀποδισκεύω throw like a discus pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδισκεύοντες — ἀποδισκεύω throw like a discus pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδισκεύσας — ἀποδισκεύσᾱς , ἀποδισκεύω throw like a discus aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)